αφιλοσόφητος

αφιλοσόφητος
-η, -ο (AM ἀφιλοσόφητος, -ον)
αυτός που δεν έχει ασκηθεί στη φιλοσοφία, που δεν κατέχει τη φιλοσοφία
νεοελλ.
1. εκείνος που δεν εμβαθύνει στην ουσία των πραγμάτων
2. (για πράξη) που γίνεται δίχως περίσκεψη
μσν.
ο χωρίς φιλοσοφική σπουδαιότητα ή σημασία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἀφιλοσόφητος — not versed in philosophy masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αφιλοσόφητος — η, ο επίρρ. α αυτός που δεν έχει φιλοσοφική μόρφωση, ο άμοιρος φιλοσοφίας: Στη δουλειά του μπορεί να ναι καλός, γενικότερα όμως είναι αφιλοσόφητος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀφιλοσόφητον — ἀφιλοσόφητος not versed in philosophy masc/fem acc sg ἀφιλοσόφητος not versed in philosophy neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀφιλοσοφήτοις — ἀφιλοσόφητος not versed in philosophy masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀφιλοσόφητοι — ἀφιλοσόφητος not versed in philosophy masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”